ἀγροφύλαξ
Ancient Greek
noun
Definitions
- guardian of the country
Etymology
Compound from Ancient Greek ἀγρός (field, countryside, country) + Ancient Greek φύλαξ (guard).
Origin
Ancient Greek
φύλαξ
Gloss
guard
Concept
Semantic Field
Warfare and hunting
Ontological Category
Person/Thing
Emoji
💂 💂♀️ 💂♂️
Timeline
Distribution of cognates by language
Geogrpahic distribution of cognates
Cognates and derived terms
- γαζοφύλαξ Ancient Greek
- δεσμοφύλαξ Ancient Greek
- εἰρηνοφύλαξ Ancient Greek
- θεοφύλαξ Ancient Greek
- θησαυροφύλαξ Ancient Greek
- μαγδωλοφύλαξ Ancient Greek
- μηλοφύλαξ Ancient Greek
- μηνιγγοφύλαξ Ancient Greek
- ναοφύλαξ Ancient Greek
- νομοφύλαξ Ancient Greek
- νυκτοφύλαξ Ancient Greek
- ξενοφύλαξ Ancient Greek
- οἰκοφύλαξ Ancient Greek
- παιδοφύλαξ Ancient Greek
- σκευοφύλαξ Ancient Greek
- σκηνοφύλαξ Ancient Greek
- φυλακή Ancient Greek
- φύλαξ Ancient Greek
- χαλαζοφύλαξ Ancient Greek
- χιμαιροφύλαξ Ancient Greek
- χρυσοφύλαξ Ancient Greek
- ἀγρός Ancient Greek
- ἄγραυλος Ancient Greek
- ἄγριος Ancient Greek
- ἄγροικος Ancient Greek
- ἄγρυπνος Ancient Greek
- ἱεροφύλαξ Ancient Greek
- ὀροφύλαξ Ancient Greek
- ὀρφανοφύλαξ Ancient Greek
- ὁρμοφύλαξ Ancient Greek
- ὁροφύλαξ Ancient Greek
- ῥισκοφύλαξ Ancient Greek
- *agrós Proto-Hellenic
- φύλαξ
- ἀγρός
- ἄγριος
- φυλακή
- ἄγρυπνος
- ἄγροικος
- ὁροφύλαξ
- ἄγραυλος
- ναοφύλαξ
- θεοφύλαξ
- ὀροφύλαξ
- νομοφύλαξ
- ξενοφύλαξ
- ἱεροφύλαξ
- μηλοφύλαξ
- ὁρμοφύλαξ
- οἰκοφύλαξ
- γαζοφύλαξ
- νυκτοφύλαξ
- χρυσοφύλαξ
- παιδοφύλαξ
- σκηνοφύλαξ
- ῥισκοφύλαξ
- δεσμοφύλαξ
- σκευοφύλαξ
- εἰρηνοφύλαξ
- χαλαζοφύλαξ
- ὀρφανοφύλαξ
- θησαυροφύλαξ
- χιμαιροφύλαξ
- μαγδωλοφύλαξ
- μηνιγγοφύλαξ