δεσμοφύλαξ
Ancient Greek
noun
Definitions
- gaoler
Etymology
Compound from Ancient Greek δεσμός (bond, fetter, band, imprisonment, connection, bonds, bondage) + Ancient Greek φύλαξ (guard).
Origin
Ancient Greek
φύλαξ
Gloss
guard
Concept
Semantic Field
Warfare and hunting
Ontological Category
Person/Thing
Emoji
💂 💂♀️ 💂♂️
Timeline
Distribution of cognates by language
Geogrpahic distribution of cognates
Cognates and derived terms
- bacteria English
- caldesmon English
- desmodont English
- desmodromic English
- γαζοφύλαξ Ancient Greek
- δέω Ancient Greek
- δεσμός Ancient Greek
- εἰρηνοφύλαξ Ancient Greek
- ζυγόδεσμον Ancient Greek
- θεοφύλαξ Ancient Greek
- θησαυροφύλαξ Ancient Greek
- μαγδωλοφύλαξ Ancient Greek
- μηλοφύλαξ Ancient Greek
- μηνιγγοφύλαξ Ancient Greek
- ναοφύλαξ Ancient Greek
- νομοφύλαξ Ancient Greek
- νυκτοφύλαξ Ancient Greek
- ξενοφύλαξ Ancient Greek
- οἰκοφύλαξ Ancient Greek
- παιδοφύλαξ Ancient Greek
- σκευοφύλαξ Ancient Greek
- σκηνοφύλαξ Ancient Greek
- στρωματόδεσμον Ancient Greek
- σύνδεσμος Ancient Greek
- φυλακή Ancient Greek
- φύλαξ Ancient Greek
- χαλαζοφύλαξ Ancient Greek
- χιμαιροφύλαξ Ancient Greek
- χρυσοφύλαξ Ancient Greek
- ἀγροφύλαξ Ancient Greek
- ἀμπελόδεσμος Ancient Greek
- ἐπίδεσμος Ancient Greek
- ἱεροφύλαξ Ancient Greek
- ὀροφύλαξ Ancient Greek
- ὀρφανοφύλαξ Ancient Greek
- ὁρμοφύλαξ Ancient Greek
- ὁροφύλαξ Ancient Greek
- ῥισκοφύλαξ Ancient Greek
- تسمه Persian
- δεσμός Greek (modern)
- tasma Turkish
- δέω
- φύλαξ
- δεσμός
- φυλακή
- ὁροφύλαξ
- ναοφύλαξ
- θεοφύλαξ
- ὀροφύλαξ
- ἐπίδεσμος
- νομοφύλαξ
- ξενοφύλαξ
- ἱεροφύλαξ
- μηλοφύλαξ
- ἀγροφύλαξ
- ὁρμοφύλαξ
- σύνδεσμος
- οἰκοφύλαξ
- γαζοφύλαξ
- νυκτοφύλαξ
- χρυσοφύλαξ
- ζυγόδεσμον
- παιδοφύλαξ
- σκηνοφύλαξ
- ῥισκοφύλαξ
- σκευοφύλαξ
- εἰρηνοφύλαξ
- χαλαζοφύλαξ
- ὀρφανοφύλαξ
- θησαυροφύλαξ
- χιμαιροφύλαξ
- ἀμπελόδεσμος
- μαγδωλοφύλαξ
- μηνιγγοφύλαξ
- στρωματόδεσμον