νομοφύλαξ
Ancient Greek
noun
Definitions
- guardian of the laws, a title of officials appointed to watch over the laws and their observance
- minor official under control of village elders, with police and fiscal duties
Etymology
Compound from Ancient Greek νόμος (law, custom, ordinance, melody) + Ancient Greek φύλαξ (guard).
Origin
Ancient Greek
φύλαξ
Gloss
guard
Concept
Semantic Field
Warfare and hunting
Ontological Category
Person/Thing
Emoji
💂 💂♀️ 💂♂️
Timeline
Distribution of cognates by language
Geogrpahic distribution of cognates
Cognates and derived terms
- -nomics English
- -nomy English
- nomism English
- nomo- English
- -nomi Finnish
- nomismi Finnish
- αὐτόνομος Ancient Greek
- γαζοφύλαξ Ancient Greek
- γυναικονόμος Ancient Greek
- δεσμοφύλαξ Ancient Greek
- εἰρηνοφύλαξ Ancient Greek
- εὐνομέομαι Ancient Greek
- θεοφύλαξ Ancient Greek
- θησαυροφύλαξ Ancient Greek
- μαγδωλοφύλαξ Ancient Greek
- μηλοφύλαξ Ancient Greek
- μηνιγγοφύλαξ Ancient Greek
- ναοφύλαξ Ancient Greek
- νομίζω Ancient Greek
- νομικός Ancient Greek
- νομοθέτης Ancient Greek
- νυκτοφύλαξ Ancient Greek
- νόμος Ancient Greek
- ξενοφύλαξ Ancient Greek
- οἰκοφύλαξ Ancient Greek
- παιδονόμος Ancient Greek
- παιδοφύλαξ Ancient Greek
- σκευοφύλαξ Ancient Greek
- σκηνοφύλαξ Ancient Greek
- φυλακή Ancient Greek
- φύλαξ Ancient Greek
- χαλαζοφύλαξ Ancient Greek
- χειρονόμος Ancient Greek
- χιμαιροφύλαξ Ancient Greek
- χρυσοφύλαξ Ancient Greek
- ἀγροφύλαξ Ancient Greek
- ἀστρονομία Ancient Greek
- ἄνομος Ancient Greek
- ἰσονομία Ancient Greek
- ἱεροφύλαξ Ancient Greek
- ὀροφύλαξ Ancient Greek
- ὀρφανοφύλαξ Ancient Greek
- ὁρμοφύλαξ Ancient Greek
- ὁροφύλαξ Ancient Greek
- ῥισκοφύλαξ Ancient Greek
- *nem- Proto-Indo-European
- iseanóimeacht Irish
- نَامُوس Arabic
- Δευτερονόμιο Greek (modern)
- νόμος Greek (modern)
- ⲛⲟⲙⲟⲥ Coptic
- נמוסא Aramaic
- ܢܳܡܘܿܣܳܐ Classical Syriac
- 𐫗𐫇𐫖 Sogdian
- ᠨᠤᠮ Old Uyghur
- νόμος
- φύλαξ
- νομίζω
- φυλακή
- ἄνομος
- νομικός
- ὁροφύλαξ
- ἰσονομία
- ναοφύλαξ
- θεοφύλαξ
- ὀροφύλαξ
- αὐτόνομος
- ξενοφύλαξ
- ἱεροφύλαξ
- μηλοφύλαξ
- ἀγροφύλαξ
- ὁρμοφύλαξ
- οἰκοφύλαξ
- γαζοφύλαξ
- νομοθέτης
- ἀστρονομία
- νυκτοφύλαξ
- χρυσοφύλαξ
- παιδονόμος
- παιδοφύλαξ
- σκηνοφύλαξ
- εὐνομέομαι
- ῥισκοφύλαξ
- δεσμοφύλαξ
- σκευοφύλαξ
- χειρονόμος
- εἰρηνοφύλαξ
- χαλαζοφύλαξ
- ὀρφανοφύλαξ
- θησαυροφύλαξ
- γυναικονόμος
- χιμαιροφύλαξ
- μαγδωλοφύλαξ
- μηνιγγοφύλαξ