Ἀρίσταρχος
Ancient Greek
proper noun
Etymology
Com from Ancient Greek ἄριστος (best, noblest, excellent, please) + Ancient Greek ἀρχός (ruler, leader).
Origin
Ancient Greek
ἀρχός
Gloss
ruler, leader
Concept
Semantic Field
Basic actions and technology
Ontological Category
Person/Thing
Kanji
長
Emoji
📏 📐
Timeline
Distribution of cognates by language
Geogrpahic distribution of cognates
Cognates and derived terms
- Aristarchus English
- -archia Latin
- Aristarchus Latin
- Aristoteles Latin
- Aristarque French
- Δείναρχος Ancient Greek
- Νέαρχος Ancient Greek
- Νίκαρχος Ancient Greek
- Πλείσταρχος Ancient Greek
- Πλούταρχος Ancient Greek
- μόναρχος Ancient Greek
- ναύαρχος Ancient Greek
- στέγαρχος Ancient Greek
- στασίαρχος Ancient Greek
- στασιάρχης Ancient Greek
- συνταγματάρχης Ancient Greek
- ἀλκή Ancient Greek
- ἀριστερός Ancient Greek
- ἀριστεύς Ancient Greek
- ἀρχός Ancient Greek
- ἄριστος Ancient Greek
- Ἀγάθαρχος Ancient Greek
- Ἀνάξαρχος Ancient Greek
- Ἀρίσταιχμος Ancient Greek
- Ἀρίστανδρος Ancient Greek
- Ἀρίστιππος Ancient Greek
- Ἀρισταίνετος Ancient Greek
- Ἀρισταῖος Ancient Greek
- Ἀριστογένης Ancient Greek
- Ἀριστογείτων Ancient Greek
- Ἀριστοκλῆς Ancient Greek
- Ἀριστοτέλης Ancient Greek
- Ἀριστοφάνης Ancient Greek
- Ἀριστόδημος Ancient Greek
- Ἀριστόμαχος Ancient Greek
- Ἀριστόνοος Ancient Greek
- Ἀριστότιμος Ancient Greek
- Ἀριστώνυμος Ancient Greek
- ἐπαρχία Ancient Greek
- ἔπαρχος Ancient Greek
- Ἕρμαρχος Ancient Greek
- ἱερός Ancient Greek
- Ἵππαρχος Ancient Greek
- *h₂éristos Proto-Indo-European
- Արիստակես Armenian
- άριστος Greek (modern)
- Արիստակէս Old Armenian
- ἀλκή
- ἱερός
- ἀρχός
- ἄριστος
- ἔπαρχος
- Νέαρχος
- ἐπαρχία
- ἀριστεύς
- Ἕρμαρχος
- μόναρχος
- Νίκαρχος
- ναύαρχος
- Ἵππαρχος
- στέγαρχος
- Δείναρχος
- ἀριστερός
- Ἀνάξαρχος
- Ἀρισταῖος
- Ἀγάθαρχος
- Ἀριστόνοος
- Ἀρίστιππος
- στασίαρχος
- Ἀριστοκλῆς
- Πλούταρχος
- στασιάρχης
- Ἀρίστανδρος
- Ἀριστώνυμος
- Ἀρίσταιχμος
- Ἀριστογένης
- Ἀριστότιμος
- Πλείσταρχος
- Ἀριστόδημος
- Ἀριστόμαχος
- Ἀριστοτέλης
- Ἀριστοφάνης
- Ἀρισταίνετος
- Ἀριστογείτων
- συνταγματάρχης